ναός

ναός
ναός
Grammatical information: m.
Meaning: `temple, house of god, sanctuary' (Dor., Thess., young Att., hell.).
Other forms: ναϜός (Lac.), ναῦος (Lesb.), νηός (Hom., Hdt.), νεώς (Att.).
Compounds: Compp., e.g. ναο-κόρος (Delph.), να-κόρος (Dor.), νεω-(νεο-)κό-ρος (IA., hell.) m. `temple-warden' with derivv. (s. κορέω); να(ο)-, νεω-ποιός, second. (Schwyzer 451) -πο(ί)ας, -πο(ί)ης name of an office in charge of the building of a temple, with -ποιέω, -ποιία, -ποιεῖον, -ποϊκός a.o. (inscr. since Va); πρό-ναος (A.), Att. -νεως, also -νάϊος, Ion. -νήϊς (Άθηνᾶ Προναΐα, -νηΐα), `in front of the temple', substant. πρό-ναος, Ion. -νηος m., -ναον, -νάϊον, -νήϊον n. `front hall' (details in Schwyzer-Debrunner 508 n. 1).
Derivatives: 1. Diminutiva: ναΐδιον (Plb., Str.), ναΐσκος m. (Str., J.) with -ίσκιον, -ισκάριον (Pap., Sch.). -- 2. Adj.: ναϊκός `belonging to a temple' (Dodona). -- 3. Denomin.: ναεύω `take sanctuary in a temple' (Gortyn); ναόω `lead into a temple' (Crete); cf. ναύειν ἱκετεύειν, παρά τὸ ἐπὶ την ἑστίαν καταφεύγειν τοὺς ἱκέτας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: As common basis of the different dialectforms (s. Schwyzer 224 w. n. 4, 282, Björck Alpha impurum 326 ff.) we get *νασϜος. Therefore the word is mostly analysed as *νασ-Ϝο-ς and as `habitation, house (of the god)' derived from νάσ-σαι, ναίω (s.v.), which is quite possibke; on the Ϝο- suffix Chantraine Form. 123 f., Schwyzer 472. The etymology however has often been doubted: by Hermann Silbenbildung 50, by Chantraine l.c. and Étrennes Benveniste 4 (perh. Mediterranean word), by Lewy KZ 55, 31 f. (Semit. etym.; not convincing). Hrozný Die älteste Völkerwanderung und die protoind. Zivilisation (Praha 1939) 14f. compares Protoind. (Mohendjo-Daro) nasas `great House, palace, magazine'. Fur. 338 w. n. 13 adduces the variants ναιός (Clinias ap. sch. A.R. 2, 1085, H.) and νειός (inscr. Samos 4 c. B.C,).
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ναός — 2 Ma. masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — ο 1. κτίριο αφιερωμένο στη λατρεία θεού: Ναός της Αθηνάς. 2. αίθουσα συνεδριάσεων των τεκτόνων, αλλ. εργαστήρι. 3. μτφ., τόπος όπου ασκείται υψηλό λειτούργημα ή καλύπτεται πολύτιμο είδος: Ναός της Θέμιδας (δικαστήριο). – Ναός της ζωής (έγκυα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναός — νᾱός , ναός 2 Ma. masc nom sg νᾱός , ναῦς ship fem gen sg (doric) ναῦς ship fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιπρόστυλος ναός — Αρχαίος ελληνικός ναός που έχει κολόνες μπροστά και πίσω στις δύο στενότερες πλευρές του, όπως o Παρθενώνας και o ναός της Απτέρου Νίκης …   Dictionary of Greek

  • Νικολάου Ορφανού, ναός του αγίου- — Βλ. λ. Θεσσαλονίκη …   Dictionary of Greek

  • Ερέχθειο — Ναός στην Ακρόπολη της Αθήνας, ο σημαντικότερος ναός ιωνικού ρυθμού των κλασικών χρόνων που σώζεται έως σήμερα και συγχρόνως μοναδικό παράδειγμα αρχιτεκτονικής σύνθεσης αρχαίου ελληνικού ναού. Η λατρεία στο ίδιο κτίριο περισσότερων θεοτήτων –που… …   Dictionary of Greek

  • καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα …   Dictionary of Greek

  • Πιταρέτι — Ναός του 13ου αι., στη Γεωργίας. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα δείγματα της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής. Το κτίριο έχει ορθογωνική κάτοψη με ένα θόλο που υποβαστάζεται από δύο αυτοφερόμενα υποστυλώματα και από τοξοειδείς προεξοχές. Στη νότια… …   Dictionary of Greek

  • Наос — (ναός, т. е. корабль) центральное помещение в древнегреческих храмах, святилище, в котором стояли статуи богов (см. Древнегреческое искусство). Слово Н. доныне употребляется для обозначения продолговатой части внутри православных церквей,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”